Sunday 21 October 2018

Ωδή στη "Λίμνη" του Λαμαρτίνου...

"Η μουσική είναι η λογοτεχνία της καρδιάς...
Τα πιο γλυκά τραγούδια μιλούν για τις πιο πικρές μας σκέψεις"

(Λαμαρτίνος)


Το όνομα του Γάλλου ποιητή, Αλφόνς ντε Λαμαρτίν είναι άρρηκτα δεμένο με την  ρομαντική ποίηση. 

Γεννημένος σαν σήμερα, 21 Οκτώβρη 1790, το σπουδαιότερο και δημοφιλέστερο από τα ποιήματά του,  το οποίο εμπεριέχει στοιχεία ρομαντικής εικονογραφίας και διακρίνεται για την υψηλή καλλιτεχνική του ποιότητα είναι η "Λίμνη".

Αυτοβιογραφικό ποίημα της συλλογής: "Ποιητικοί στοχασμοί-Méditations poétiques", που δημοσιεύθηκε το 1820 και ο Λαμαρτίν εμπνεύστηκε από τον άτυχο έρωτά του για την άρρωστη Ζυλί Σαρλ , σύζυγο του εφευρέτη και φίλου του Ζακ Σαρλ. Οι δυο τους γνωρίστηκαν το 1816,  στις όχθες της λίμνης Μπουρζέ, και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένα σύντομο αλλά δυνατό ειδύλλιο. Συμφώνησαν να ξανασυναντηθούν  τον επόμενο χρόνο, αλλά η Ζυλί πέθανε. Ο Λαμαρτίν επέστρεψε στη λίμνη μόνο για να δει ξανά τα μέρη που είχαν επισκεφθεί μαζί. Συγκλονισμένος βρίσκει το φυσικό περιβάλλον αμετάβλητο, ήθελε όμως να διατηρήσει κάποια μνήμη της ευτυχίας του ζευγαριού. 

Ετσι, ο  θάνατός της ενέπνευσε το ποίημα, (αρχικός τίτλος "Ωδή στη λίμνη Μπουρζέ"), όπου ο Λαμαρτίν στοχάζεται το πρόσκαιρο της επίγειας ευτυχίας.
Η λίμνη με τις ποικίλες διακυμάνσεις της (άλλοτε γαλήνια, άλλοτε ταραγμένη) γίνεται το σύμβολο της ανθρώπινης ζωής αντιμέτωπης με την ανεξιχνίαστη αιωνιότητα και με τη φθορά του χρόνου και του θανάτου...


Το ΠΟΙΗΜΑ σε μετάφραση του Αρ. Βαλαωρίτη:

"Η Λίμνη"

Πάντα λοιπόν θα τρέχομε προς άγνωστο ακρογιάλι,
θα καταποντιζόμεθα στου τάφου τη νυχτιά,
χωρίς ποτέ έν’ απάνεμο μέσ’ στην ανεμοζάλη,
ούτ’ ένα καταφύγιο στη βαρυχειμωνιά!
 Κοίταξε, λίμνη, κοίταξε! Δεν έκλεισ’ ένας χρόνος
πο ’παίζε με το κύμα σου χαρούμενη, τρελή,
και τώρα, τώρα ο δύστυχος, κάθομαι, λίμνη, μόνος
στην πέτρα εδώ, όπου πάντοτε μας έβλεπες μαζί.
 
Καθώς και τώρα, εμούγκριζες και τότε αγριεμένη
κι εξέσχιζες τα στήθη σου στου βράχου τα πλευρά,
ανήσυχη παράδερνες στην άκρη, θυμωμένη,
κι εράντιζες τα πόδια της με τον αφρό συχνά.
 Θυμάσαι, λίμνη, μόνοι μας μια νύχτα εγώ κι εκείνη
ελάμναμε άφωνοι οι φτωχοί στα κρύα σου νερά·
τ’ αγέρι δεν ανάσαινε, είχες κι εσύ γαλήνη,
στον ύπνο σου δεν άκουες παρά τα δυο κουπιά.
 
Μεμιάς τραγούδι ουράνιο, πρωτάκουστο, δροσάτο,
το γέρο τον αντίλαλο τριγύρω μας ξυπνά·
έμειν’ ευθύς παράλυτο το κύμα σου το αφράτο
και τέτοια λόγια ακούστηκαν — θυμάσαι; — αρμονικά:
 "Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ’ ακούραστα φτερά σου,
ώρες γλυκιές, μην τρέχετε, σταθείτε μια στιγμή,
κι εσύ μη φεύγεις, νύχτα μου, με την αστροφεγγιά σου·
τώρα που ζευγαρώσαμε είν’ εύμορφη η ζωή.
 
Του κόσμου αυτού τα βάσανα, την ερημιά, τη φτώχεια
θέλουν να φύγουν άμετροι· γι’ αυτούς γοργά γοργά,
Χρόνε μου, πέτα κι άφησε στου έρωτα τα βρόχια
τα δυο μας να χορτάσομε τόσο γλυκιά σκλαβιά.
 Του κάκου! Οι ώρες φεύγουνε. Κανείς δε με προσμένει...
Κανείς δε μ’ ακουρμαίνεται... Η νύχτα είναι σκληρή...
Αχνίζουν τ’ άστρα, χάνονται... Κρυφά κρυφά προβαίνει

τ’ άσπλαχνο γλυκοχάραμα... Λυπήσου μας, αυγή!...

Jacques Morion: "Le lac du Bourget"

Και συνεχίζει ο ποιητής:

"Του κάκου! Όλα ξεγέλασμα, είν’ όνειρα και πλάνη·
ζωή μας είν’ η αγάπη μας και μοναχή χαρά.
Ας μη ζητούμε ανύπαρκτο στον κόσμο άλλο λιμάνι·
του Χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά.
Χρόνε ζηλιάρη, δύστροπε! Πε μου, γιατί να σβηώνται,
σαν αστραπή να φεύγουνε οι ώρες της χαράς,
καθώς πετούν και φεύγουνε χωρίς να λησμονιώνται
κι οι μαύρες κι οι ολόπικρες στιγμές της συφοράς;

                                              Απ’ τη βαθιά την άβυσσον οπού μας καταπίνει,
απ’ την αιωνιότητα οπού μας πλημμυρεί
τίποτε, Χρόνε, τίποτε στο φως δεν αναδίνει,
δεν ξεφυτρώνει τίποτε... όλα τα τρως εσύ.
Λοιπόν, απ’ όσα εχάρηκα δε θ’ απομείνει τρίμμα,
δεν θε ν’ αφήσω τίποτε σ’ αυτήν τη μαύρη γη!
Απ’ το γοργό μας πέρασμα δεν είναι τάχα κρίμα
να μη σωθεί ένα πάτημα, ω Χρόνε αδικητή;...

Ω λίμνη, ω βράχοι μου άφωνοι, ω σεις, σπηλιές και δάση,
που βλέπετε τον πόνο μου, μια χάρη σας ζητώ:
εσείς οπού δε σκιάζεσθε κανείς να σας χαλάσει,
ποτέ μη μας ξεχάσετε, στο μνήμ’ αν πάω κι εγώ.
Κι όταν σε δέρνει ο σίφουνας, κι όταν βαθιά κοιμάσαι,
ω λίμνη μου αφροστέφανη, να μη μας λησμονείς·
εσύ είδες την αγάπη μας και μόνη εσύ θυμάσαι
πώς άναφταν τα στήθη μας, και θα μας συμπονείς.

Θέλω τα πεύκα, τα έλατα, οι βράχοι, η ρεματιά σου,
τ’ αφρού σου το μουρμούρισμα, τ’ αντίλαλου η φωνή,
τα δροσερά σου σύγνεφα, τ’ αγέρι, η καταχνιά σου,
η βρύση, ο καλαμιώνας σου, το χόρτο, το πουλί,
τ’ άστρο τ’ ασημομέτωπο, η μυρωδιά που χύνει
το γαλανό το κύμα σου, ω λίμνη μου γλυκιά,
ό,τι στην πλάση έχει αίσθηση, πνοή, νοημοσύνη,

όλα να λένε: "Αγάπησαν, τα μαύρα, φλογερά!"


Το ποίημα μελοποίησε το 1823 ο Louis Niedermeyer.

Η πιανιστική συνοδεία ενισχύει σε λυρισμο και τρυφερότητα. Η μελωδία καταφέρνει να αποδώσει το γλωσσικό περιβάλλον του ποιητη διατηρωντας τις εικονες, αλλά και τα αλληγορικά συμβολα.
To τραγούδι αυτό είναι από τα δημοφιλέστερα της εποχής και από τις πιο τραγουδισμένες μελωδίες στα σαλόνια του 19ου αι.


Ο Σαιν Σανς δήλωσε χαρακτηριστικά πως "στη "Λίμνη" πρέπει να αποδοθεί η γέννηση του "γαλλικού τραγουδιού", καθώς ο συνθέτης της, Niedermeyer δημιούργησε ένα νέο μουσικό είδος ανώτερης τέχνης, παρόμοιο με το γερμανικό ληντ, προετοιμάζοντας  το δρόμο για τον Γκουνώ και τους ομοίους του".


Θα το απολαύσουμε σε μια ΙΣΤΟΡΙΚΗ ερμηνεία από τον Pol Henri Plançon, σπουδαίο μπασοβαρύτονο των δεκαετιών 1880, 1890 και αρχών του 20ου αιώνα - περίοδο που συχνά αναφέρεται ως η "Χρυσή Εποχή της Όπερας" και ηχογράφηση του 1904:

Η μουσική και το τραγούδι  αποδίδουν πιστά την ατμόσφαιρα του ποιήματος! Ο Λαμαρτίνος κάτω από το πέπλο του ρομαντισμού εστιάζει στην τραγικότητα του έρωτά του.
Στη "Λίμνη" του στοχάζεται βαθιά, σκέφτεται με πίκρα το θάνατο, τη ματαιότητα, τον ανάλγητο χρόνο δίνοντας ένα ποίημα υψηλής τέχνης γι'αυτό και τοποθετείται στα πλέον πολυδιαβασμένα ποιήματα!

Και μια νεώτερη εκτέλεση από τον βρετανό τενόρο, Robin Tritschler:





(Για τη σύνταξη του κειμένου χρησιμοποιήθηκαν και  στοιχεία από Βιβλίο Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας Β΄ Λυκ.)

2 comments:

  1. Πανέμορφο το ποίημα και η μετάφραση του Α. Βαλαωρίτη εξαιρετική, Ελπίδα μου. Στάθηκα στου εξής στίχους:
    ... του Χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά.
    Χρόνε ζηλιάρη, δύστροπε! ...
    Πραγματικά συγκλονιστικοί!
    Πολύ ωραίες και οι δυο εκτελέσεις. Αυτή η σπάνια ιστορική ηχογράφηση με το ελαφρύ τρέμολο της φωνής του μπάσου Pol Plançon έχει κάτι απ' την απελπισία του χωρισμού και την οδύνη εξ αιτίας του θανάτου.
    Ευχαριστούμε πολύ, γλυκιά μου Ελπίδα γι' αυτο το αφιέρωμα σ' έναν απ' τους πιο ρομαντικούς ποιητές. Σε φιλώ! ❤

    ReplyDelete
    Replies
    1. Ναι, ειναι έξοχο ποιημα, δειγμα της ρομαντικής ποιησης και γιάυτο αγαπημενο και πολυδιαβασμενο!Εχεις δικιο για την επισημανση στους στιχους αυτους, όπου ο ποιητής στοχάζεται βαθιά, σκέφτεται τη ματαιότητα, τον ανάλγητο χρόνο.
      Ο Plancon υπηρξε μεγαλος λυρικος τραγουδιστης κι αυτο φαινεται παροτι παλια η ηχογραφηση και το χρουτσαρισμα στον ηχο...
      Χαιρομαι που σου αρεσε το αφιερωματικο άρθρο σε εναν σπουδαιο και φιλέλληνα ποιητη!
      Θερμες ευχαριστιες, καλή μου φιλη!Στέλνω και γω τα φιλιά μου!

      Delete