Είχε όλα της τα μάγια η νύχτα. μόνη
εσύ έλειπες. Αργά κινάω να φύγω,
μα ξάφνου στη μπασιά του μπαρ ξανοίγω
αυτοκίνητο να γοργοζυγώνη.
M᾿ ελπίδα σταματάω. Να το, πλακώνει.
Παραμερίζουν οι άλλοι. Άσειστος μπήγω
τη ματιά μου στα μάτια σου. ΄Αλλο λίγο
ακόμα, και ο σωφέρ σου με σκοτώνει.
Αρχοντοπούλα μ᾿ άφταστα πρωτάτα,
με των Εφτά νησιών τες χίλιες χάρες,
τετράξανθη ομορφιά γαλανομάτα,
του θανάτου δε μ᾿ έπιασαν τρομάρες
γλυκύτατες μ᾿ ελυώσανε λαχτάρες
να συντριφτώ κάτω από εσέ στη στράτα.
Ένα ποίημα, όπου για πρώτη φορά, όταν δημοσιεύτηκε το 1910 ξάφνιασε με τις "μοντέρνες" λέξεις του!!!
Ποιος μιλούσε τότε για αυτοκίνητο, σωφέρ και μπαρ ;
Λέξεις ,που δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιο του μέσου Έλληνα.
Το ποίημα τιτλοφορείται "Φάληρο" και είναι του Λορέντζου Μαβίλη, που πέρασε στην αιωνιότητα, σαν σήμερα 28 Νοέμβρη 1912.
Ο ποιητικός του λόγος κυλαρίζει ομαλά, σχεδόν μελωδικά κι η αίσθηση της ατμόσφαιρας, που δημιουργούν τα ποιήματά του, δροσερή!
Άρχισε να γράφει σονέτα, που τα έστελνε στον Παλαμά με την υπόδειξη : "Για το συρτάρι σου"...
Κι όμως, ήταν απαράμιλλης τεχνικής ποιητικά δημιουργήματα και δικαίως θεωρείται "μάστορας" αυτού του είδους!
Κι επειδή αναφέρομαι στα σονέτα και σε συνδυασμό με την αγάπη μου στην Αρχαία Ελλάδα θυμήθηκα ένα περίτεχνο σονέτο του απ΄τα μαθητικά μου χρόνια, όπου περιγράφει ένα περιστατικό της αρχαιότητας: την παρακολούθηση των Ολυμπιακών από την Καλλιπάτειρα!
Παρόλο που οι γυναίκες δεν επιτρέπονταν στο κοινό των γυμνικών αγώνων, η Καλλιπάτειρα σπάει αυτό το κατεστημένο, για να δει από κοντά τον γιο της, που αγωνιζόταν στη πυγμαχία...
Το λέω ειρωνικά,γιατί είναι γνωστό το περιστατικό με κάποιο βουλευτή, όταν αποκάλεσε τη γλώσσα χυδαία, ο Μαβίλης πήρε το λόγο και βροντοφώναξε υπερασπιζόμενος τη δημοτική :
"Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι"
Ξεχύνεται η ψυχή του στης ποίησης το θάμα!πλημμυρίζεις αβρή μελαγχολία και ευγένεια αισθημάτων!
Φλογερός πατριώτης και αγωνιστής, πηγαίνει εθελοντής στους Βαλκανικούς πολέμους και μια μέρα σαν κι αυτή, 28 Νοεμβρίου του 1912 πέφτει μαχόμενος σαν ήρωας κατά των Τούρκων.
Σύμφωνα με συναγωνιστές του, τα τελευταία λόγια ήταν: "Περίμενα πολλές τιμές από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου, για την Ελλάδα"...
"Κι ένας γέρος, ο Μαβίλης,
ασπρομάλλης ποιητής,
ξεπροβάλλει μαχητής.
Νάτος, νάτος... φτερωτός,
στης Τουρκιάς ορμά τ' ασκέρι,
μα σκοτώνεται κι αυτός,
με γυμνό σπαθί στο χέρι...",
θα γράψει ο λαός-ποιητής...
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος πολύ εύστοχα,παρατήρησε:
"Ο Μαβίλης στάθηκε ένας απ' τους σπάνιους εκείνους ποιητές που το καλύτερό τους ποίημα είναι η ζωή τους".
Το πηλίκιο και το ξίφος του Μαβίλη φυλάσσονται στο Δημοτικό Μουσείο Ιωαννίνων(φωτο:Ελπ.Νούσα) |
Είναι καταγεγραμμένη η βαθιά αγάπη, που είχε εμπνεύσει στη Μυρτιώτισσα και μάλιστα λέγεται πως γι' αυτόν είχε γράψει το θρυλικό:
"Σ’ αγαπώ – δεν μπορώ
τίποτ’ άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό
πιο μεγάλο!..."
Τι άλλο, Καλέ μου, ζητάς από μένα
και στέκεις θλιμμένος μπροστά στη μορφή μου,
αφού κι η καρδιά μου, αφού κι η ψυχή μου
κι ας είσαι νεκρός - πλημμυρούν από Σένα;
Ανάμεσα στα περίτεχνα σονέτα του η πασίγνωστη : "Λήθη"
Καλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι!
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι' αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.
Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδι' απ' ασφοδίλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.
Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
θέλουν ,μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Η "Λήθη" μελοποιήθηκε για κουιντέτο και φωνή από το Μανώλη Καλομοίρη:
Ο Μαβίλης υπήρξε μια ιδιαίτερη μορφή των γραμμάτων αλλά και μεγάλος μαχητής της ζωής !
Με τον ποιητικό του λόγο αλλά και τη στάση ζωής του πάντα θα συγκινεί!
"θαρρώ πως εμπροστά μου φτερουγίζει
αιθέρια μούσα μ' όλα τ' ουρανού τα κάλλη.
Θαρρώ πως αγρικώ της λύρας της τους ήχους"
No comments:
Post a Comment