http://moziru.com |
Περίπατος στον πεζόδρομο Καμεργκέρσκι της Μόσχας...
Ένας δρόμος με πολλά γουστόζικα καφέ στο κέντρο της ρωσικής πρωτεύουσας και διόροφα κτίσματα, κάπως αυστηρά, που όμως ανασύρουν ευγένεια και λεπτή αισθητική.
Μια elegant style εκλεπτυσμένη λιτότητα.
Λίγο πριν την κεντρική λεωφόρο ένα κτίριο με πολύμετρη πρόσοψη διεκδικεί την προσοχή μας λόγω ημέρας...
Τα παράθυρα με το πορφυρό κάσωμα στοιχισμένα πειθαρχικά, κι επίσης στοιχισμένα αχνοφέγγουν τον σοβά του τα κρεμαστά, λιτά φαναράκια.
Είναι το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, που έχει το όνομα του γεννημένου σαν σήμερα 29 Γενάρη του 1860 μεγάλου δραματουργού:
«Άντον Τσέχωφ».
Το Θέατρο άνοιξε τις πύλες του το 1898 με έργα Σαίξπηρ, Τολστόι, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία...
Στο τέλος της πρώτης χρονιάς λειτουργίας του ανέβηκε ο «Γλάρος» του Τσέχωφ με πρωταγωνίστρια την σύζυγο του συγγραφέα Όλγα Κνίπερ, που γνώρισε θριαμβευτική υποδοχή!
Από τότε, το έμβλημα του Θεάτρου έγινε ένας γλάρος, που ανάγλυφα φτερουγίζει μόνιμα στην πρόσοψη του κτιρίου και λίγο κάτω από την κεραμοσκεπή του.
« Είμαι γλάρος… Όχι, άλλο ήθελα να πω… Είμαι ηθοποιός…είμαι καλλιτέχνις…»,
θα γράψει ο Τσέχωφ…
Οι πόρτες εισόδου του Μοσχοβίτικου Θεάτρου Τέχνης, δυο...
Πάνω από τη μία τραβά την προσοχή ένα ιδιαίτερο γλυπτό. Απ΄την πέτρινη ανάγλυφη μάζα ξεχωρίζεις ένα ανθρώπινο κεφάλι, που αγωνίζεται να ξεφύγει από την ορμή ενός τεράστιου κύματος που τον κυνηγά…
«Ο κολυμβητής και το κύμα», όπως τιτλοφορείται το ιδιαίτερο γλυπτό της πρόσοψης του Θεάτρου Τέχνης είναι έργο της Άννας Γκολούμπκινα, εμπνευσμένο από τον Τσεχωφικό Γλάρο.
Ένα μνημειώδες ανάγλυφο γλυπτό φιλοτεχνημένο το 1900 περίπου, που εκφράζει με τόλμη τη διάθεση της εποχής απέναντι στην Τέχνη…τις καινοτόμες, πρωτοποριακές ιδέες για το Θέατρο και τον απελευθερωμένο καλλιτέχνη, που πασχίζει να πείσει και να καθιερωθεί.
Η καλλιτέχνις δίνει έμφαση στην εκφραστικότητα του κολυμβητή και απεικονίζει σμιλεύοντας το υλικό της την αδυσώπητη μάχη του με τις δυνάμεις της φύσης και της ψυχής του.
«Είσαι νοτιάς κι εγώ πουλί χαμένο
εκεί που θέλεις με πηγαίνεις, με πετάς.
Είσαι βοριάς παγώνεις τα φτερά μου
κι ύστερα μ' ένα φιλί ψηλά με πας…»,
θα γράψει η Αρλέτα και θα μελοποιήσει η Καραΐνδρου για τις ανάγκες του «Γλάρου», που θα ανέβει από το Εθνικό Θέατρο το 1988.
Αρκούν τα φτερά του γλάρου για να φτάσουν ως τον ουρανό όσα κοιμούνται στην ψυχή μας μέσα;…
Αχ, Τέχνη μου, μάγισσα εσύ κι εγώ ακόλουθός σου..Χωρίς εσένα δεν ξέρω να ζω...
«Είμαι ένας γλάρος. Όχι, δεν είν’ αυτό… Θυμάσαι που σκότωσες κάποτε ένα γλάρο;
Ένας άνθρωπος πέρασε κατά τύχη, τον είδε, και μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνει τον κατάστρεψε…»,
θα γράψει ο Τσέχωφ…
Δυνατή όμως παραμένει η αγάπη, όπως και η αφοσίωση στην Τέχνη...
Σαφείς οι αναφορές...με τους υπαινιγμούς του Τσέχωφ να μη σ' αφήνουν να περιοριστείς στο φαίνεσθαι.
Το ίδιο πετυχαίνει, πέρα από την θεατρική ερμηνεία της Μποφίλιου, κι ο λεκτικός συμβολισμός του Γερ. Ευαγγελάτου:
«...ήταν τα μάτια της υγρά σαν το νερό στη λίμνη
και μέσα τους επέπλεαν λευκά πουλιά νεκρά,
αυτά που ήταν να γίνει
Γιατί μπορεί το θέατρο να γίνει και ζωή
μπορεί να είναι και ζωή...»
«…πάντα γελούσε με τα όνειρά μου, ώσπου έπαψα κι εγώ να πιστεύω, έχασα το θάρρος μου…
[…]
…έπαιζα κουτά...Δεν ήξερα τι να κάνω τα χέρια μου, δεν ήξερα να σταθώ στη σκηνή,
δεν μπορούσα να κανονίσω τη φωνή μου…
[…] Τώρα πια δεν είμ’ έτσι. Τώρα παίζω με πάθος, μ’ ενθουσιασμό, μεθώ πάνω στη σκηνή,
νιώθω πως η ψυχή μου γίνεται κάθε μέρα πιο δυνατή!
Τώρα ξέρω πως κείνο που αξίζει δεν είναι η φήμη, δεν είναι η δόξα, μήτε εκείνα που ονειρευόμαστε, αλλά το να μάθεις πώς να κάνεις υπομονή…
Να μάθεις να σηκώνεις το σταυρό σου και να ’χεις πίστη...
Κι όταν σκέφτομαι την τέχνη μου, την αποστολή μου, δε φοβάμαι τη ζωή...»
Αλήθεια, πόσες φορές αυτό το πέταγμα του γλάρου μας γλυτώνει από την τρέλα των καιρών μας…Παντιέρα ας γίνει το πέταγμά του, με ελεύθερη την καρδιά και το νου να φτερουγίζουν μ' αφοσίωση γύρω από κάθε τι που αγαπάμε και μάς εκφράζει!
Κι αν ξεροβόρια κι αστραπές κάποιες στιγμές εναντιώνονται στο πέταγμά μας, μην ξεχνάμε πως «έχει τιμή το πέταγμα με κόντρα τον καιρό…»
Όταν ήμουν νέος πήγα να δω το έργο με την μέλλουσα σύζυγό μου που ήταν πιό κουλτουριάρα από μένα. Έπαιζε η Κάτια Δανδουλάκη, δεν είχαμε διαβάσει για την υπόθεση και καθώς δεν είμασταν τότε λάτρεις του θεάτρου, βαρεθήκαμε αφάνταστα και φύγαμε στη μέση του έργου, από το οποίο βέβαια δεν θυμόμαστε τίποτα απολύτως, παρά κάτι διακοπές στην πλοκή του έργου που πάγωναν τα πάντα στο άκουσμα της κραυγής του γλάρου λες και το έκαναν επίτηδες για να ξυπνάνε τους άσχετους θεατές σαν κι εμένα. Τώρα που διάβασα τα λίγα λόγια σου με κεντρικές την περιέργεια να διαβάσω το έργο και συνάμα να πάω στην επόμενη παράσταση. Με έκανες να μετανιώσω για κάτι που έκανα 40 χρόνια πριν. Ευχαριστώ
ReplyDeleteΚέντρισες όχι κεντρικές
ReplyDelete