Friday, 9 February 2018

Ντοστογιέφσκυ-Γιάνατσεκ: Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων




«Στις απόμακρες γωνιές της Σιβηρίας, ανάμεσα στις στέπες, τα βουνά ή τ’ αδιάβατα δάση, συναντάει κανείς πού και πού κάτι μικρές ασήμαντες πολιτείες...[…] 

Συνήθως είναι με το παραπάνω εφοδιασμένες με αρχιαστυνόμους, με παρέδρους κι όλους τους άλλους κατώτερους υπαλλήλους. Γενικά, αν και στη Σιβηρία κάνει κρύο, ο κάθε μικροζεστοθεσούλης το βρίσκει εξαιρετικά ευχάριστο να υπηρετεί εκεί πέρα. Γιατί εκεί ζούνε άνθρωποι απλοί, χωρίς φιλελεύθερες τάσεις. Oι συνήθειες είναι παλιές, γερές και οι αιώνες όχι μόνο δεν τις άλλαξαν, αλλά τις καθαγιάσανε κιόλας. 
[…]

Το κλίμα είναι υπέροχο. Υπάρχουν πολλοί αξιοπρόσεχτοι και φιλόξενοι μεγαλέμποροι, υπάρχουν πολλοί Ευρωπαίοι και αρκετοί πλούσιοι. Oι δεσποινίδες ανθίζουν σαν τα τριαντάφυλλα κι είναι ηθικές ως εκεί που δεν παίρνει. Το κυνήγι πετάει μέσα στους δρόμους και πέφτει μόνο του πάνω στον κυνηγό. Η κατανάλωση της σαμπάνιας φτάνει σε αμέτρητες ποσότητες. Το χαβιάρι είναι θαυμαστό.[...]
 
Ο πρώτος μήνας και γενικά η αρχή της ζωής μου στο κάτεργο μένει ζωηρή ακόμα στη θύμησή μου. 

Τα επόμενα χρόνια μόλις θαμποφέγγουν στο μυαλό μου… 

Με την πρώτη ματιά, το κάτεργο μού φάνηκε αποκρουστικό. Κι όμως –παράξενο πράγμα– είχα την εντύπωση πως θα μπορούσα να ζήσω εκεί μέσα πολύ ευκολότερα απ’ ό,τι φανταζόμουνα στο δρόμο. 
Oι κατάδικοι, αν κι αλυσοδεμένοι, μπορούσανε να περπατάνε λεύτερα στην αυλή, βρίζονταν, τραγουδούσαν. Και τις νύχτες μερικοί χαρτοπαίζανε. 
Κι η ίδια η αγγαρεία, για να λέμε την αλήθεια, μου φάνηκε πως δεν ήταν δα και τόσο δύσκολη, τόσο κατεργίτικη. Και μονάχα σαν πέρασε αρκετός καιρός κατάλαβα πως ήταν βαριά και δουλειά κατέργου, όχι γιατί ήταν δύσκολη κι αδιάκοπη, μα γιατί σ’ ανάγκαζαν, σε υποχρέωναν να την κάνεις και μάλιστα με τη βέργα. 

O μουζίκος, όταν είναι λεύτερος, δουλεύει ίσως πολύ περισσότερο.
Μα δουλεύει για δικό του όφελος, με λογικό σκοπό…
Σκέφτηκα κάποτε πως αν ήθελε κανείς να κουρελιάσει και ν’ αφανίσει έναν άνθρωπο, να τον τιμωρήσει με τον πιο βάρβαρο τρόπο, έτσι που κι ο τρομερότερος κακούργος να ’τρεμε και να φοβόταν αυτή την τιμωρία, τότε θα ’ταν αρκετό να τον εξαναγκάσει να κάνει μια αγγαρεία εντελώς ανώφελη και πέρα για πέρα παράλογη. […]

Φυσικά μια τέτοια τιμωρία θα ’ταν βασανιστήριο, εκδίκηση. 

Μα, επειδή ακριβώς η κάθε καταναγκαστική εργασία έχει μέσα της μια δόση βασανιστηρίου, παραλογισμού, εξευτελισμού και ντροπής, γι’ αυτό κι η αγγαρεία στο κάτεργο είναι η πιο τυραννική από κάθε λεύτερη δουλειά…»

(Φ. Ντοστογιέφσκυ: «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων»)


Στη μνήμη του ρώσου λογοτέχνη που έφυγε σαν σήμερα 9 Φλεβάρη του 1881, είναι το παραπάνω απόσπασμα, και περιγράφει τη ζωή σε μια φυλακή της Σιβηρίας.
Οι ουτοπικές αντιλήψεις, οι φιλελεύθερες πεποιθήσεις και οι δρυμείς διαμαρτυρίες του συγγραφέα τον είχαν φέρει κι αυτόν στη Σιβηρία.
Έτσι γνώριζε από πρώτο χέρι τις συνθήκες εγκλωβισμού στα τραχιά εδάφη της...

Απ'το μυθιστόρημα εμπνέεται ο Λέος Γιάνατσεκ την τελευταία του όπερα, που θεωρείται ένα από τα αριστουργήματά του.

Η βαθιά συμπάθεια του συνθέτη για τη ρωσική διανόηση και  πολιτισμό είναι αξιοπρόσεκτο στοιχείο της μουσικής του έμπνευσης.

Η όπερα απαιτεί μεγάλη ορχήστρα και είναι χαρακτηριστική η χρήση αλυσίδων ως κρουστικό όργανο, με το οποίο ο δημιουργός επιχειρεί να αποτυπώσει τον ήχο των αλυσοδεμένων κρατουμένων.
Η υπόθεση του βιβλίου φαίνεται να είχε αγγίξει πολύ τον Γιάνατσεκ καθώς κι αυτός για τις φιλελεύθερες αντιαυστριακές ιδέες του είχε κηρυχθεί παράνομος από την αστυνομία.

Σκληρό το θέμα του βιβλίου, έτσι ο Γιάνατσεκ για να μεταδώσει το κλίμα του κάνει χρήση σκληρών διαφωνιών, «βάναυσης» αρμονίας, ρυθμών όλο ένταση, χωρίς όμως να λείπουν και τα λυρικά μέρη, που όμως ακούγονται φευγαλέα.
Πρωτότυπη η μουσική αισθητική του, αποφασίζει για τις εκφραστικές ανάγκες, να παρουσιάσει μουσικούς αφηγηματικούς μονολόγους από τους διάφορους χαρακτήρες που περιγράφουν τα αδικήματα και τις ποινές τους.

Σημαντική  στην όπερα είναι η χορωδία, σε ρόλο σχολιαστή. Ο Γιάνατσεκ επιδέξια αναδεικνύει τις δυνατότητες ενός χορωδιακού σχήματος-έχοντας την εμπειρία- αφού για χρόνια στο Μπρνο διηύθυνε διάφορες ερασιτεχνικές χορωδίες της πόλης.
Άλλο ιδιαίτερο στοιχείο της όπερας είναι το ότι εκτός από μία πόρνη, δεν παρουσιάζεται κανένας άλλος γυναικείος χαρακτήρας.

Leos Janacek: «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων-Overture» 



No comments:

Post a Comment